μολογώ

μολογώ
μολογάω μετ.
1) признавать, сознавать; 2) рассказывать, говорить; γιά μολόγα μας τί είδες расскажи нам, что видел; 3) доносить (на кого-л.); выдавать (кого-л.); 4) быть стоящим, быть хорошим;

κάτι μολογάει αυτό το φαΐ — это кушанье очень неплохое;

αυτός δεν μολογάει τίποτε — нестоящий человек, ничего в нём хорошего нет


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μολογώ" в других словарях:

  • μολογώ — άω και έω βλ. ομολογώ …   Dictionary of Greek

  • μολογώ — μολόγησα 1. διηγούμαι, αναφέρω κάτι: Μολογούσε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. 2. προδίνω μυστικό, καταδίνω, παραδέχομαι: Μολόγησε όλα τα σχέδια της οργάνωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • IMPUDENS — in Iure Hebraeo, ad testimonium in Foro dicendum non admittebatur olim. Arcebantur enim decem hominum genera, ut habet Maimonides Tract. Aldoth. c. 9, 10. et 11. etc. Feminae, Servi, Minores, Fatui, Surdi, quibuscum copulant Mutos, Caeci. Impii,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμολόγητος — και αμολόητος, η, ο [μολογώ] αυτός που δεν μολογιέται, δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να λεχθεί, να αναφερθεί, άρρητος, ανεκδιήγητος …   Dictionary of Greek

  • μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • μολογάω — (σπάν. μολογώ), μολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ομολογώ — και μολογώ ομολόγησα, ομολογήθηκα, ομολογημένος 1. αναγνωρίζω κάτι, παραδέχομαι, συμφωνώ, αποκαλύπτω, λέω, φανερώνω: Ομολόγησε την αλήθεια. – Ομολόγησε την ενοχή του. 2. μιλώ, διηγούμαι: Για μολόγα μας τι ξέρεις. 3. έχω ικανότητα, αξίζω: Τίποτα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»